Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε!





«Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρός τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα».



Με πυκνότατα νοήματα το Κοντάκιο της εορτής της Πεντηκοστής μάς ανάγει στο νόημα της γιορτής αλλά και στο νόημα του γεγονότος της Εκκλησίας.

Μια σειρά γλωσσικά παιχνίδια, όπως επαναλήψεις και αντιθέσεις, εικόνες, προσωποποιήσεις και παιχνίδια του ρυθμού, συναρθρώνουν αυτό το κορυφαίο δείγμα βυζαντινής ποίησης. Ο υμνογράφος ποιητής μάς φέρνει σε συνάντηση με το παρελθόν και το λειτουργικό παρόν, αλλά και την εικόνα της Βασιλείας, το εσχατολογικό παρόν και μέλλον.

Σε τρία μέρη, τρεις ποιητικές και μουσικές ενότητες, χωρίζεται το Κοντάκιο.

Το πρώτο από το δεύτερο μέρος διαχωρίζεται από την άνω τελεία, μια ορθή επιλογή στίξης που προτιμάται επί το πλείστον στις έντυπες εκδόσεις. Και οι δύο ημιπερίοδοι σημαδεύονται από τη λέξη ὅτε, που συνιστά επανάληψη και συνάμα ομοίαρκτη παρήχηση, ένα αγαπημένο σχήμα της βυζαντινής ποίησης σε σχέση με το λιγότερο συχνό ή ανολοκλήρωτο ομοιοτέλευτο. Δεν είναι η ρίμα το ειδοποιό γνώρισμα της βυζαντινής ποίησης, αντίθετα ο τρόπος της τέχνης της μοιάζει να προαναγγέλλει τη νεότερη ποιητική γλώσσα.

Το τρίτο μέρος χωρίζεται από το δεύτερο με ένα και, που ακολουθεί το κόμμα, καθώς αλλάζει και το υποκείμενο. Το τρίτο αυτό μέρος αποτελείται από μία κύρια πρόταση, που αφορά εμάς, στο εκάστοτε παρόν, την κοινότητα, δηλαδή την Εκκλησία που δοξάζει το Πνεύμα το Άγιο, σε αγαστή συμφωνία με όσα εκτέθηκαν προηγουμένως. Είναι μια πρόταση που έχει συμπερασματικό χαρακτήρα, είναι το μήνυμα, χαρακτηριστικό στοιχείο της τυπολογίας της βυζαντινής υμνογραφίας. Με βάση την εκάστοτε αφήγηση, ο πιστός, εν προκειμένω εμείς, η κοινότητα των πιστών είτε αιτούμεθα κάποιου αιτήματος (βοήθησον, σῶσον κ.τ.λ.) είτε υμνούμε και δοξάζουμε. Ο δοξαστικός χαρακτήρας της κατακλείδας τονίζει ακόμα περισσότερο τον πανηγυρικό χαρακτήρα της μεγάλης γιορτής.

Τα δύο πρώτα μέρη που εισάγονται με το ὅτε / ὅτε αποτελούνται από μία δευτερεύουσα και μία κύρια πρόταση το καθένα. Η δευτερεύουσα πρόταση προσδιορίζει και στις δύο περιπτώσεις τις χωροχρονικές συντεταγμένες, το εκάστοτε πλαίσιο, ενώ το κέντρο του νοηματικού βάρους πέφτει ασφαλώς στην κύρια πρόταση και τις δύο φορές. Και στις δύο δευτερεύουσες προτάσεις επαναλαμβάνεται ο τύπος τὰς γλώσσας, με διαφορετική κάθε φορά σημασία, μετεωριζόμενη από την αρχική αντονομασία από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο νόημα (από τη γλώσσα που κινείται σάρκινη μέσα στο στόμα μας, στο παραγόμενο προϊόν της δράσης της) σε μια ιδιότυπη κυριολεξία του σχήματος, που όμως συνιστά και πάλι σαφή μεταφορά, εφόσον ο λόγος δεν είναι για τη σάρκινη γλώσσα του σώματος αλλά για την πύρινη γλώσσα, τη δηλωτική της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη δευτερεύουσα πρόταση επικουρείται και από μια μετοχή αορίστου η οποία συνοδεύει το ρήμα της πρότασης ενισχύοντας την ενέργειά του με μια συνοδευτική νοηματική αλληλουχία, αλλά και συμβάλλοντας στη δημιουργία ρυθμού (καταβάς / συνέχεε). Η δεύτερη πρόταση ακολουθεί απολύτως το ρυθμό με το υπερβατό της σχήμα (τοῦ πυρός τὰς γλώσσας).

Και αν τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν έναν μετρικό, σχεδόν χορευτικό ρυθμό, ο ρυθμός εν ευρυτέρα εννοία ενισχύεται από μια σειρά ευθείες ή συγκεκαλυμμένες αντιθέσεις:

[1] ὅτε / ὅτε. Οι εισαγωγικοί χρονικοί σύνδεσμοι είναι όχι μόνο ομόηχοι αλλά και ταυτόσημοι, εντούτοις μετέχουν πλήρως στο παιχνίδι μιας όχι προφανούς αντίθεσης, που απαιτεί την ενέργεια του ακροατή για να την ξεκλειδώσει, καθιστώντας το ποιητικό παιχνίδι ενδιαφέρον. Και τα δύο ὅτε συνοδεύονται από ρήματα αορίστου χρόνου, αναφέρονται δηλαδή σε γεγονότα ιστορικά, γεγονότα του παρελθόντος.

Η πρώτη περίπτωση αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε απροσδιόριστους χρόνους και καιρούς αρχέγονους, προϊστορικούς, που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ η δεύτερη περίπτωση σε ένα εγγύτερο παρελθόν, το οποίο εύκολα και με σαφήνεια ανακαλεί η συλλογική ιστορική μνήμη, τοποθετείται σαφώς στο χρόνο και έχει καταστατική σημασία για την ίδρυση της Εκκλησίας.

Εδώ προϋποτίθεται ένας ενήμερος, επαρκής θα λέγαμε, ακροατής, που θα ξεκλειδώσει την ελλειπτικότητα του νοήματος και θα ταυτίσει τη μεν πρώτη περίπτωση με τον πύργο της Βαβέλ, τη δε δεύτερη με τα γεγονότα της Πεντηκοστής. Τα γεγονότα όμως της Πεντηκοστής, πέρα από την ιστορική τους σημασία, δεν είναι ακραιφνώς ιστορικά, παρελθοντικά. Η αναφορά είναι στη γιορτή της ημέρας. Συνεπώς, τα γεγονότα ξεδιπλώνονται παροντικά στον λειτουργικό χρόνο, όπως επίσης είναι συνάμα και αποκαλυπτικά των έσχατων καιρών.

Στην πραγματικότητα η ταυτοσημία των λέξεων καλύπτει και αποκαλύπτει σε ένα ποιητικό παιχνίδι τη διάσταση, ή μάλλον αντίθεση, από το χθες στο σήμερα. Κατά βάση το χθες ξεπερνιέται στο πλαίσιο της Πεντηκοστής, ένα γεγονός που συγκεφαλαιώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

[2] Η χρονική αντίθεση υπογραμμίζεται παράλληλα από την ουσιώδη νοηματική αντίθεση των δύο καταστάσεων. Στην πρώτη περίπτωση κατεβαίνει ο Ύψιστος, σε μια δυναμική πορεία, που τονίζεται από άλλη μια δευτερεύουσα αντίθεση [καταβάς / Ὕψιστος] [3], και συγχέει τις γλώσσες, και χωρίζει (διαμερίζει) τα έθνη. Τα έθνη γίνονται μέρος, ενώ η σύγχυση των γλωσσών σημαδεύει την απώλεια του καθόλου, της καθολικότητας και του νοήματος της ζωής. Αντίθετα, στην δεύτερη περίπτωση, την ημέρα της Πεντηκοστής διανέμει (μοιράζει σε μια διαίρεση που γίνεται πολλαπλασιασμός, πλούτος, πληρότητα) τις γλώσσες του πυρός για να καλέσει τους πάντες σε ενότητα. Οι γλώσσες του πυρός είναι μια αντονομασία και συνάμα μετωνυμία και συνεκδοχή του Αγίου Πνεύματος, μια αλληγορία και συνάμα κυριολεξία από την έποψη της οπτικής αποκάλυψης και αποτύπωσης του γεγονότος. Η χρήση όμως του πληθυντικού αριθμού δεν είναι τυχαία. [4] Γιατί υπηρετεί ξανά την ποιητική των αντιθέσεων. Τα πολλά εδώ, και ξανά ένα παιχνίδι συνειρμών μεταξύ γλωσσών και γλωσσών, καλούν σε ενότητα. Η αρχέγονη πορεία προς τον κατακερματισμό και τη διάσταση, λόγω της έπαρσης του ανθρώπου να θελήσει να φτάσει τον Θεό κατασκευάζοντας τον πύργο της Βαβέλ, ανακόπτεται και αναστρέφεται. Τα διεστώτα καλούνται και πραγματώνουν την ενότητα, και η εν Αγίω Πνεύματι ενότητα γύρω από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, είναι ταυτόσημη με την καθολικότητα του νοήματος, με την πληρότητα της αλήθειας, με την πραγμάτωση της ανάστασης.

Η ανάλυση του Κοντακίου της Πεντηκοστής θα είχε να δώσει πολλές ακόμα εκπλήξεις και χαρές σε κάθε εξερευνητή των δρόμων της ποίησης.

Θα αφήσουμε όμως την ανάλυση, για μια συνολική ανασύνθεση του νοήματος, κάνοντας χώρο στη θεολογία.

Η γεμάτη έπαρση αστοχία του ανθρώπου να φτάσει τον Θεό, μια λυσσώδης έριδα περί την ιεραρχία και την εξουσία είναι αυτή που οδηγεί σε κατακερματισμό την ενότητα του ανθρώπινου γένους. Είναι άλλη μια εικόνα της πτώσης και των συνεπειών της. Η δυσοίωνη αυτή προοπτική ανακόπτεται και αναστρέφεται από την ενσάρκωση του Θεανθρώπου, το έργο του οποίου ολοκληρώνεται με την Ανάσταση και φωτίζεται, πραγματώνεται στην ιστορία με την Πεντηκοστή.

Η τελευταία αρχιερατική προσευχή του Ιησού ήταν για τους μαθητές, «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ιω 17: 11), προσευχή ώστε η ενότητα των μαθητών να απεικονίζει την ενότητα της αγιοτριαδικής κοινωνίας.

Η προσευχή αυτή πραγματώνεται την ημέρα της Πεντηκοστής. Με το φαινόμενο της γλωσσολαλίας αντιστρέφεται η σύγχυση των γλωσσών. Λαοί από διάφορες γλώσσες κατανοούν το νόημα του κηρύγματος του ακρογωνιαίου των αποστόλων, του αποστόλου Πέτρου, και βαπτίζονται εισερχόμενοι στο νέο λαό του Θεού, την Εκκλησία. Ο λαός αυτός δεν είναι λαός καταγωγής αλλά είναι λαός με βάση τον αυτοπροσδιορισμό του, με βάση την ανταπόκριση στο πανανθρώπινο κάλεσμα του Αναστάντος.

Η Εκκλησία εικονίζει τα έσχατα, έναν κόσμο όπου κάθε ρατσιστικός διαχωρισμός εκλείπει. Εκεί οι άνθρωποι χαίρονται κάτι παραπάνω από την πολυπόθητη ισότητα: την ενότητα όλων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Η Πεντηκοστή είναι η ολοκλήρωση του έργου της θείας Οικονομίας. Όλοι οι άνθρωποι είναι κλητοί στον οίκο του Πατρός. Ξένοι προς κάθε σύγχυση γλωσσών και εθνών, ο νέος Ισραήλ, το γένος των χριστιανών είναι τέκνα ελευθερίας και αγάπης. Όλοι είμαστε ένα, όπως ευχήθηκε ο Χριστός: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί» (Ιω 17:21).

Ο καιρός της Εκκλησίας, που εισάγεται με την Πεντηκοστή, είναι ο καιρός της υπέρβασης όλων των διαχωρισμών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου